εποίκιον — ἐποίκιον, τὸ (Α) 1. αγροικία, εξοχικό σπίτι 2. αγροτικός οικισμός, χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ένοικος ενοίκιον)] … Dictionary of Greek
ἐποικίοις — ἐποίκιον outhouse neut dat pl ἐποικέω go as settler pres opt act 2nd sg (doric) ἐποικέω go as settler pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκια — ἐποίκιον outhouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
весь — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} I мест. всякий; весь день всякий день. … … Словарь церковнославянского языка
προσκολλητός — και προσκολλατός, όν, Α [προσκολλῶ] 1. προσκολλημένος 2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.) … Dictionary of Greek
ԱՒԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0389 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 13c գ. ἕπαυλις, κώμη, ἑποίκιον, χωρίον villa, caula, vicus, casa Գիւղ մեծ. քաղաք փոքր կամ անպարիսպ. գիւղաքաղաք. քաղաքագիւղ. ... *Քաղաքք, եւ աւանք նոցա: Առին զյազէր, եւ զաւանս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)